Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Ιούλιος, 2010
Η πραγματικότητα λιώνει . Η πραγματικότητα λιώνει. Ένα καφετί σεντόνι σκεπάζει τα μάτια, τυλίγεται γύρω από το λαιμό. Τα χέρια τρυπούν το γαλάζιο ουρανό για να μαζέψουν τα σύννεφα στο παιδικό κουβαδάκι του παιδιού μου. Μάτια- γίγαντες που έχουν δόντια και μασάνε τις προσωπικες αναμνήσεις, χωρίς κανένας να τα πάρει χαμπάρι, σκαρφαλώνουν πάνω στο γαλάζιο τοίχο. Τα άλογα δεμένα με το δακτυλάκι μια νυχτερίδας, που ένα όνειρο την κουβάλησε μέσα στο σαλόνι και κανείς δεν μπορεί να την ξεφορτωθεί. Τα άλογα χλιμιντρίζουν, το ποδοβολητό τους ηχογραφημένο ακούγεται να βογκάει σε μια γωνιά του παιδικού δωματίου Τι έχουν να μου πουν οι φιλόσοφοι τώρα. Και οι μεγάλοι επιστήμονες ξεβράκωτοι μπροστά στην ανάπτυξη, καθώς οι αιώνιοι τοκογλύφοι της σκέψης περνάνε από εξετάσεις εκατομμύρια ψυχές που δεν κατάφερα ακόμα να δουν τον εαυτό τους να ξερνάει τους οικογενειακούς πλανήτες της διάτρητης κρεβατοκάμαρας Χλιμιντρίζω και εγώ. Χλιμιντρίζω και χτυπάω τις οπλές μου στα πλακάκια του μπάνιου, πηδάω μέσα σ
Το άγαλμα της μητέρας Περνάω, πάλι μόνος μπροστά από το άγαλμα της μητέρας. Αφημένο πάνω στο κρεβάτι του νοσοκομείου και με την ματιά να χαϊδεύει το γερασμένο τοπίο. Γενάρη μήνα πλησίασε η τρέλα στο κελί της και δεν είχε τίποτα για να κρυφτεί από την ψυχιατρική. Με πληγωμένη όραση σήκωσε το κορμί πάνω από τους πλανήτες του νοικοκυριού της μετά το δίπλωσε, το λύγισε, το πέρασε μέσα από της κατακόμβες και σύρθηκε στα δημόσια πάρκα για να λιαστεί για να δει ανθρώπους να πηγαινοέρχονται άσκοπα, να πιάσει συζητήσεις γύρω από τον καιρό . Περνάω πάλι μόνος, μπροστά από το άγαλμα της μητέρας με την ματιά της να χαϊδεύει το γερασμένο τοπίο Και εγώ μέρος του τοπίου αυτού είμαι, και νιώθω το χάδι της στο παιδικό κεφαλάκι μου και νιώθω τα ζεστά φιλιά της ακόμα και όταν αυτή δεν είναι εκεί. Βλέπω να της περνούν το σφυγμό, μέσα στο μεσημέρι, την ώρα που ραδιοφωνικοί διαγωνισμοί χάριζαν δώρα σε πρωτοχρονιάτικα κουφάρια ευκαιριών. Σε κανένα δεν είπε ότι βγαίνει στο πάρκο και ότι εκεί είναι καλοκαίρι,
Η Λόρα , ερχόταν μετά την δουλεία μου, κατά τις έντεκα το βράδυ. Τις περισσότερες φορές την περίμενα στο μπαλκόνι και την έβλεπα από τον πέμπτο όροφο να φθάνει μέσα από τα έρημα πεζοδρόμια, ανάμεσα από τα κουφάρια που κυλιόταν κάθε βράδυ στις όχθες του σιδηροδρομικού σταθμού Πάντα όταν έφτανε κάτω από το μπαλκόνι, έριχνε μια ματιά προς τα πάνω για να δει αν την περιμένω και να της ανοίξω πριν χτυπήσει το κουδούνι και εγώ καρφωμένος εκεί την έβλεπα , την έβλεπα χαρούμενη και κουνιστή με την τσάντα της γεμάτη με τα φοιτητικά της συγγράμματα στον ώμο, να μου στέλνει το χαμόγελο της, με τα λευκά δοντάκια να γυαλίζουν στην βρώμικη νύχτα. Έμπαινε μέσα περνώντας πρώτα από την αγκαλιά μου. Την άφηνα μετά να μου εξιστορήσει τα γεγονότα της ημέρας, καθισμένη στις κίτρινες πολυθρόνες με το τεράστιο χαμόγελο της να σκεπάζει το μυαλό μου σαν μεταξένιος μαντύας , και να απλώνεται απαλά , απαλά πάνω στις συνάψεις. Μετά την πλησίαζα σιγά και την ξανά έκλεινα στην αγκαλιά μου, ή άλλες φορές, ερχόταν αυ