Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Απρίλιος, 2010
Πρώτη του Μάη Βγες έξ ω, σύντροφε! Ρίσκαρε Τη δεκάρα, που ούτε δεκάρα πια δεν είναι Τον τόπο για ύπνο που πάνω του πέφτει η βροχή Και της δουλιάς τη θέση που αύριο θα χάσεις! Μπρος, στο δρόμο έξω! Αγωνίσου! Να περιμένεις πια δε γίνεται, είναι αργά πολύ! Βοήθα τον εαυτό σου βοηθώντας μας: Κάνε πράξη την αλληλεγγύη! Βγες έξω, σύντροφε, αντιμέτωπος με τα όπλα και Διεκδίκησε το μεροκάματό σου! Σαν ξέρεις πως δεν έχεις τίποτα να χάσεις Όπλα αρκετά οι αστυνόμοι τους δεν έχουν! Μπρος, στο δρόμο έξω! Αγωνίσου! Να περιμένεις πια δε γίνεται, είναι αργά πολύ! Βοήθα τον εαυτό σου βοηθώντας μας: Κάνε πράξη Την αλληλεγγύη! Bertolt Brecht , "Το τραγούδι της απεργίας" (1929-1930) μετάφραση Νάντια Βαλαβάνη
Ο οικουμενικός σκουπιδότοπος Κοσμικές εξατμίσεις αζώτου, φωσφόρου. Μπουκάλες οξυγόνου, πλαστικές σακούλες, εισπνοές και βηξίματα που οδηγούν σε εγκεφαλικό σύνδρομο. Εσωτερικές εκρήξεις κομμάτια συναισθημάτων φόβου, που ξαπλώνουν πάνω στο βρεγμένο πεζοδρόμιο Τρύπες από πετούμενα μαζεύουν την υγρασία του δρόμου. Ο ρυθμός ξεχειλώνει τις κινήσεις μέσα στην στολή τους. Και να το θύμα! Απρόσωπο στα σκαλοπάτια του οικουμενικού σκουπιδότοπου, χωμένο στο κολάρο του 21 αιώνα, ανεβαίνει στην οθόνη της επικαιρότητας Και να το θύμα! Κουρασμένο, σηκώνει την ομίχλη στον κερατοειδή χιτώνα. Δίπλα του, το ικριώματα, τα παραπήγματα ζωής. Παραπήγματα μέσα στις λάσπες της οικονομίας, ρουφηγμένα από τις διεθνείς κάμερες πληροφορίας, Παραπήγματα αιχμάλωτα μέσα στο γυαλί. Χαμογελαστοί παρουσιαστές του οικουμενικού σκουπιδότοπου στις θέσεις σας!. Οι πληροφορίες μασάνε το δέρμα του αυτιού. Το θύμα κοιτά γύρω του σαστισμένο. Η τελευταία κονσέρβα άφησε το κουτί της, να το πάρει ο άνεμος και η σκόνη. Οικονομικά μυ
Εικόνα από παράθυρο νοσοκομείου Μια στενόμακρη λακκούβα παρεμβάλλεται στην τραχιά άσφαλτο σαν μια φανταστική πατημασιά ξέχειλη από υδράργυρο, μια τρύπα σαν πέταλο από όπου μπορείς να δεις τον ουρανό του κάτω κόσμου. ολόγυρα, καθώς την παρατηρώ μαύρα πλοκάμια υγρασίας απλώνονται και μερικά γκριζοκίτρινα ξεθωριασμένα φύλλα έχουν κολλήσει. Έχουν πνιγεί, θα έλεγα, πολύ πριν η λακκούβα συρρικνωθεί στο τωρινό της σχήμα. Την καλύπτει σκιά κι όμως περικλείει ένα μικρό δείγμα του περίλαμπρου τοπίου με τα δένδρα και τα δύο σπίτια. Πρόσεξε καλύτερα. Ναι αντανακλά ένα κομμάτι του χλομού γαλάζιου ουρανού- γλυκιά παπαδίστικη απόχρωση του γαλάζιου- γεύση από γάλα στα χείλη μου: είχα μια κούπα με αυτό το χρώμα πριν από τριάντα πέντε χρόνια. Αντανακλά και ένα μικρό κουβάρι γυμνά κλαδιά, το καστανό κοίλωμα ενός εύρωστου κλώνου κομμένου σύριζα και μια αστραφτερή κιτρινωπή λουρίδα Σου ξέφυγε σε εσένα ανήκει, κίτρινο σπίτι που λιώνεις κάτω από το φως του ήλιου. Καθώς το αγέρι του Νοέμβρη αρχίζει εκείνα τα
Το τυλιγμένο σκοτάδι Στο μαγικό κέλυφος, τυλιγμένο το σκοτάδι αφήνει τις ανταύγειες του, να διασπασθούν κάτω από το δέρμα του στήθους, σε μικρά κομματάκια καθρέφτη με τα απομεινάρια ενός θεϊκού χαμόγελου στην άκρη του πεζοδρόμου του ουρανού. Ένας διαβάτης κυνηγάει την σκιά του στους τέσσερις γωνίες του ορίζοντα. Η σκιά , με γερασμένη κίνηση προσπαθεί να σταθεί πάνω τον δρόμο, να αρπαχτεί από αυτό που ήξερε, από αυτό που θυμόταν από τον εαυτό της. Τα φώτα του δρόμου με θολά νερά την ποτίζουν κάνοντας τις κινήσεις της αβέβαιες, κάνοντας τα μεθυσμένα κομμάτια του σκοταδιού της να απλώνονται πάνω στο πλακόστρωτο και να χάνονται κυνηγημένα, και μετά να ξαναμαζεύονται στην επόμενη θολή νησίδα, για να ποτίσουν ξανά την ύπαρξή τους με φώς. Το τυλιγμένο σκοτάδι παραμονεύει τριγύρω.
ΜΗΔΕΙΑ ΜΗΔΕΙΑ – ακούω την οργή μου! Τι γλύκα! Ξαναβρίσκω τον εαυτό μου. Ονειρεύομαι μήπως; Είμαι εγώ, Είμαι η Μήδεια. Δεν είμαι πια εκείνη η γυναίκα, δεμένη στην οσμή του άνδρα, εκείνη η σκύλα που περίμενε ξαπλωμένη. Ντροπή! Ντροπή! Τα μάγουλά μου καίνε. Παραμάνα. Τον περίμενα όλη μέρα με τα πόδια ορθάνοιχτα, να λιώνω...Ταπεινωμένη, δέσμια της μοίρας μου, να δίνω και να πέρνω συνεχώς, με όλο το κορμί μου να καίγεται, να του ανήκει... Έπρεπε να υπακούω, να του χαμογελώ, να στολίζομαι για να του αρέσω. Έπρεπε να του δώσω εκείνο το Χρυσόμαλλο Δέρας που τόσο ήθελε, κι' όλα τα μυστικά του πατέρα μου. Να σκοτώσω τον αδελφό μου για χάρη του. Να τον ακολουθήσω στο έγκλημα, στην φτώχεια για χάρη του, μαζί του. Τα ξέρεις όλα αυτά καλή γυναίκα, Έχεις αγαπήσει. ΠΑΡΑΜΑΝΑ - Ναι καλή μου. ΜΗΔΕΙΑ – (Φωνάζοντας) Μίζερη!...Μίζερη! Ήλιε, ήλιε, αν είναι αλήθεια ότι κατάγομαι από εσένα, γιατί με κατάντησες έτσι, μίζερη; Γιατί να γεννηθώ γυναίκα; Γιατί τα στήθη αυτά; Γιατί τόση αδυναμία; Γιατί αυτή η α
Ο μικρούλης μπαίνει στην τουαλέτα. Τώρα έχει μάθει να σκουπίζεται μόνος του, αλλά τις περισσότερες φορές θέλει να τον σκουπίζουν άλλοι. Ο Έλβις κλαίει από το ραδιόφωνο για εποχές που πέρασαν μέσα στο ψέμα. Τα βήματα του κατευθύνονται προς την τουαλέτα. Η πολυκοσμία του μυαλού και η μοναξιά της ψυχής χέρι, χέρι μέσα στο κλαψιάρικο τοπίο του χειμώνα που πλησιάζει. «Μπαμπά τελείωσα δεν ακούς, έλα να με σκουπίσεις» Άνθρωποι που κατασκευάζουν το μέλλον απλώνονται στην μέση του σαλονιού, περιτριγυρισμένοι από γυαλί χωρίς να βλέπουν αυτούς που τους βλέπουν, μπουσουλάνε μέσα στο σκοτάδι του μυαλού μας προσπαθώντας να το φωτίσουν, χέζοντας ιστορίες πατριωτική τρέλας και αθανασίας. Περνάει από μπροστά τους καθώς πηγαίνει προς την τουαλέτα για να σκουπίσει το μικρούλη, καθώς ιστορίες, ιστορίες βουβές που κρύβονται κάτω από το δέρμα του πλήθους, δεν δίνουν σημασία στους κατασκευαστές του μέλλοντος, προσπαθούν να περισώσουν ότι είναι δυνατό από το δικό τους μέλλον. Ο μικρός βγαίνει από την τουαλέτ