Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από 2010
Τ' όνειρο του παιδιού είναι η ειρήνη. Τ' όνειρο της μάνας είναι η ειρήνη. Τα λόγια της αγάπης κάτω απ' τα δέντρα, είναι η ειρήνη.... Ο πατέρας που γυρνάει τ' απόβραδο μ' ένα φαρδύ χαμόγελο στα μάτια μ' ένα ζεμπίλι στα χέρια του γεμάτο φρούτα κ' οι σταγόνες του ιδρώτα στο μέτωπό του είναι όπως οι σταγόνες του σταμνιού που παγώνει το νερό στο παράθυρο,είναι η ειρήνη. Όταν οι ουλές απ' τις λαβωματιές κλείνουνστο πρόσωπο του κόσμου και μες στους λάκκους πούσκαψαν οι οβίδες φυτεύουμε δέντρακαι στις καρδιές πού καψε η πυρκαϊά δένει ταπρώτα της μπουμπου και η ελπίδακ' οι νεκροί μπορούν να γείρουν στο πλευρότους και να κοιμηθούν δίχως παράπονο ξέροντας πως δεν πήγε το αίμα τους τουκάκου,είναι η ειρήνη. Ειρήνη είναι η μυρωδιά του φαγητού το βράδι,τότε που το σταμάτημα του αυτοκίνητου στο δρόμο δεν είναι φόβος, τότε που το χτύπημα στην πόρτα σημαίνει φίλος, και το άνοιγμα του παραθύρου κάθε ώρασημαίνει ουρανός γιορτάζοντας τα μάτια μας με τις μακρινές καμπάνες
Fuck you, America! Του Vassili Salvatorov Στο λέω με το θράσος των ανθρώπων που πεθαίνουν για σένα Με τη σημαία μπροστά, Λάβαρο κάποιων αγώνων που χαράσσουν στη μνήμη Αντικείμενα όπως το μίξερ, το αυτοκίνητο, ένα ψυγείο Και –σίγουρα– μια μηλόπιτα με μήλα του Άινταχο. Πόση δόξα αλήθεια! Επινίκια σε ροζ Cadillac Με τη φωνή του Eminem για συντροφιά “I’m gonna fuck you”. Αμερική λατρεύω να σε μισώ γι’ αυτό που είσαι. Χλιδάτη πόρνη με λαμπερά φτιασίδια, στήθη σιλικόνης, μνήμες πυριτίου Και κώλο που λικνίζεται στο σκαμπανέβασμα του χρηματιστηρίου. Αποκαλύψου! Λάμψε! Σκόρπα τον όλεθρο! Πάρε τα λάφυρα της νίκης, όλα δικά σου. Ρίγη απόλαυσης ανάμεικτα με τρόμο που ’χει τη γεύση της βανίλιας Καθηλώνουν τα πλήθη τη στιγμή που Εσύ βαδίζεις αγέρωχη Με τη σημαία πάντα μπροστά, Στο δρόμο που ’ναι σπαρμένος προσδοκίες Και –φυσικά– φλεγόμενους Δίδυμους Πύργους και καμικάζι. Μια αναλαμπή Πυρπολυμένοι φάροι καθοδηγούν τα πλήθη στο επέκεινα. Δοξάζω εγώ Δοξασμένη εσύ, Αμερική Φωτίζεις το δρόμο μου καθώς κ
ΜΠΑΡΜΠΑΡΑ Θυμήσου Μπάρμπαρα Έβρεχε αδιάκοπα στη Βρέστη εκείνη την ημέρα Και περπατούσες γελαστή Όμορφη μαγεμένη μουσκεμένη Κάτου από τη βροχή Θυμήσου Μπάρμπαρα Έβρεχε αδιάκοπα στη Βρέστη Και σ' είχα στην οδό Σιάμ συναπαντήσει Χαμογελούσες Κι εγώ κι εγώ χαμογελούσα Θυμήσου Μπάρμπαρα Εσύ πού δε σε γνώριζα Εσύ πού δε με γνώριζες Θυμήσου Θυμήσου ωστόσο εκείνη την ήμερα Μη λησμονείς Σ' ενός σπιτιού την είσοδο στεκόταν ένας άντρας Και τ' όνομά σου εφώναξε Μπάρμπαρα Κι έτρεξες προς εκείνον κάτου απ' τη βροχή Όμορφη μαγεμένη μουσκεμένη Και ρίχτηκες στην αγκαλιά του Αυτό θυμήσου Μπάρμπαρα Κι αν σου μιλώ στον ενικό μη με παρεξηγείς Σ' όλους εκείνους πού αγαπώ μιλώ στον ενικό Ακόμη κι αν τους έχω δει μονάχα μια φορά Μιλώ στον ενικό σ' όλους εκείνους πού αγαπιούνται Ακόμη κι αν δεν τους γνωρίζω Θυμήσου Μπάρμπαρα Μη λησμονείς Εκείνη τη βροχή τη φρόνιμη κι ευτυχισμένη Στο ευτυχισμένο πρόσωπό σου Και στην ευτυχισμένη πόλη Εκείνη τη βροχή πέρα στη θάλασσα Στο Ναύσταθμο Και
Τα παιδιά μας Τα παιδιά μας, τα παιδιά μας λαμπυρίζουν σαν μικρές λυχνίες στα σκοτάδια που τα κουβαλούμε. Μας δείχνουν το δρόμο της ζωής ενώ εμείς τα τραβάμε στο δρόμο θανάτου κρατώντας τα στοργικά από το χεράκι. πίνακας: Frida Kalho
Ρόκος Κυριάκος σχέδια http://www.tf.auth.gr/teloglion/default.aspx?bridge=prefl&c=true&m=altadam&artifact=22439
Ο ΧΡΟΝΟΣ- ΚΑΚΟΠΟΙΟΣ Βγαίνει και η Κυριακή σιγά σιγά οι ώρες ειν’-αλήθεια- τρομερά μακρόσυρτες θέλει ψαρόκολλα-εγκαρτέρηση το πράγμα. Πόσο λαχτάρησα να φτερουγίσω Εκείνο δεν έχει όνομα δυστυχώς ούτε υπόσταση δεν υποφέρει από καμιά χυδαιότητα όπως οι νόμοι της φύσεως ή η κακούργα διαλεκτική κάθε γυναίκα είναι μια καινούργια νύξη του Απόλυτου τη βλέπω μαγεμένος και κατατάσσομαι αμέσως εθελοντής στην αλύπητη ματαιότητα. Μ’ ένα ρομαντικό τσιγάρο θα άλλαζα διάβολε κατεύθυνση. Νίκος Καρούζος πίνακας: Frida Kalho
Το δηλητήριο της σιωπής, αφήνει το βουβό ποτάμι των λέξεων να χαράζει τις κραυγές στα πλευρά του σκοταδιού, που κανείς δεν θα ακούσει στην ανατολή των χαμένων ημερών. Το φως, τις κρατάει καλά φυλαγμένες, στον απόηχο των πρωινών, που μονόχειρες πολεμιστές προσπαθούν να τις μεταφέρουν κρυφά μέσα στο πλήθος, καθώς εκείνο θα γυρνάει την πλάτη του σε ότι είναι αληθινό και αιώνιο. πινακας: Oto Dix
Pablo Neruda Αργοπεθαίνει (Muere lentamente) Αργοπεθαίνει όποιος γίνεται σκλάβος της συνήθειας, επαναλαμβάνοντας κάθε μέρα τις ίδιες διαδρομές, όποιος δεν αλλάζει το βήμα του, όποιος δεν ρισκάρει να αλλάξει χρώμα στα ρούχα του, όποιος δεν μιλάει σε όποιον δεν γνωρίζει. Αργοπεθαίνει όποιος έχει την τηλεόραση για μέντωρα του Αργοπεθαίνει όποιος αποφεύγει ένα πάθος, όποιος προτιμά το μαύρο αντί του άσπρου και τα διαλυτικά σημεία στο “ι” αντί τη δίνη της συγκίνησης αυτήν ακριβώς που δίνει την λάμψη στα μάτια, που μετατρέπει ένα χασμουρητό σε χαμόγελο, που κάνει την καρδιά να κτυπά στα λάθη και στα συναισθήματα. Αργοπεθαίνει όποιος δεν "αναποδογυρίζει το τραπέζι" όταν δεν είναι ευτυχισμένος στη δουλειά του, όποιος δεν ρισκάρει τη σιγουριά του, για την αβεβαιότητα του να τρέξεις πίσω απο ένα όνειρο, όποιος δεν επιτρέπει στον εαυτό του, έστω για μια φορά στη ζωή του, να ξεγλυστρίσει απ' τις πανσοφές συμβουλές. Αργοπεθαίνει όποιος δεν ταξιδεύει,όποιος δεν διαβάζει, όποιος δεν ακ
Κατευθύνσεις Εσύ με το Ρενό και εγώ με το παπάκι τους ίδιους δρόμους παίρνουμε μεσάνυχτα και κάτι.
Τα χρώματα Οι απλές κηλίδες του πορτοκαλί κουβαλάνε τα χαμόγελα του πλήθους πέρα από την σκοτεινιά των βημάτων του. Οι ίσκιοι κρυφά ακουμπάνε στους ώμους. Οι μοβ σταγόνες από το δεξί κρόταφο κυλάνε πάω στην ανυποψίαστη παλάμη. Τα μελανά σημεία κρύβουν τις βουνοκορφές των ιδεολογικών μαυσωλείων. Πιο πέρα, περιμένει η οριζόντια γραμμή του ματιού. Μενεξεδένια πρόσωπα ψάχνουν γαλάζιες εξόδους από τις αιμάτινες κουμπότρυπες του κορμιού. πίνακας: Clyfford Still
Η πραγματικότητα λιώνει . Η πραγματικότητα λιώνει. Ένα καφετί σεντόνι σκεπάζει τα μάτια, τυλίγεται γύρω από το λαιμό. Τα χέρια τρυπούν το γαλάζιο ουρανό για να μαζέψουν τα σύννεφα στο παιδικό κουβαδάκι του παιδιού μου. Μάτια- γίγαντες που έχουν δόντια και μασάνε τις προσωπικες αναμνήσεις, χωρίς κανένας να τα πάρει χαμπάρι, σκαρφαλώνουν πάνω στο γαλάζιο τοίχο. Τα άλογα δεμένα με το δακτυλάκι μια νυχτερίδας, που ένα όνειρο την κουβάλησε μέσα στο σαλόνι και κανείς δεν μπορεί να την ξεφορτωθεί. Τα άλογα χλιμιντρίζουν, το ποδοβολητό τους ηχογραφημένο ακούγεται να βογκάει σε μια γωνιά του παιδικού δωματίου Τι έχουν να μου πουν οι φιλόσοφοι τώρα. Και οι μεγάλοι επιστήμονες ξεβράκωτοι μπροστά στην ανάπτυξη, καθώς οι αιώνιοι τοκογλύφοι της σκέψης περνάνε από εξετάσεις εκατομμύρια ψυχές που δεν κατάφερα ακόμα να δουν τον εαυτό τους να ξερνάει τους οικογενειακούς πλανήτες της διάτρητης κρεβατοκάμαρας Χλιμιντρίζω και εγώ. Χλιμιντρίζω και χτυπάω τις οπλές μου στα πλακάκια του μπάνιου, πηδάω μέσα σ
Το άγαλμα της μητέρας Περνάω, πάλι μόνος μπροστά από το άγαλμα της μητέρας. Αφημένο πάνω στο κρεβάτι του νοσοκομείου και με την ματιά να χαϊδεύει το γερασμένο τοπίο. Γενάρη μήνα πλησίασε η τρέλα στο κελί της και δεν είχε τίποτα για να κρυφτεί από την ψυχιατρική. Με πληγωμένη όραση σήκωσε το κορμί πάνω από τους πλανήτες του νοικοκυριού της μετά το δίπλωσε, το λύγισε, το πέρασε μέσα από της κατακόμβες και σύρθηκε στα δημόσια πάρκα για να λιαστεί για να δει ανθρώπους να πηγαινοέρχονται άσκοπα, να πιάσει συζητήσεις γύρω από τον καιρό . Περνάω πάλι μόνος, μπροστά από το άγαλμα της μητέρας με την ματιά της να χαϊδεύει το γερασμένο τοπίο Και εγώ μέρος του τοπίου αυτού είμαι, και νιώθω το χάδι της στο παιδικό κεφαλάκι μου και νιώθω τα ζεστά φιλιά της ακόμα και όταν αυτή δεν είναι εκεί. Βλέπω να της περνούν το σφυγμό, μέσα στο μεσημέρι, την ώρα που ραδιοφωνικοί διαγωνισμοί χάριζαν δώρα σε πρωτοχρονιάτικα κουφάρια ευκαιριών. Σε κανένα δεν είπε ότι βγαίνει στο πάρκο και ότι εκεί είναι καλοκαίρι,
Η Λόρα , ερχόταν μετά την δουλεία μου, κατά τις έντεκα το βράδυ. Τις περισσότερες φορές την περίμενα στο μπαλκόνι και την έβλεπα από τον πέμπτο όροφο να φθάνει μέσα από τα έρημα πεζοδρόμια, ανάμεσα από τα κουφάρια που κυλιόταν κάθε βράδυ στις όχθες του σιδηροδρομικού σταθμού Πάντα όταν έφτανε κάτω από το μπαλκόνι, έριχνε μια ματιά προς τα πάνω για να δει αν την περιμένω και να της ανοίξω πριν χτυπήσει το κουδούνι και εγώ καρφωμένος εκεί την έβλεπα , την έβλεπα χαρούμενη και κουνιστή με την τσάντα της γεμάτη με τα φοιτητικά της συγγράμματα στον ώμο, να μου στέλνει το χαμόγελο της, με τα λευκά δοντάκια να γυαλίζουν στην βρώμικη νύχτα. Έμπαινε μέσα περνώντας πρώτα από την αγκαλιά μου. Την άφηνα μετά να μου εξιστορήσει τα γεγονότα της ημέρας, καθισμένη στις κίτρινες πολυθρόνες με το τεράστιο χαμόγελο της να σκεπάζει το μυαλό μου σαν μεταξένιος μαντύας , και να απλώνεται απαλά , απαλά πάνω στις συνάψεις. Μετά την πλησίαζα σιγά και την ξανά έκλεινα στην αγκαλιά μου, ή άλλες φορές, ερχόταν αυ
Ο παράδεισος Παράδεισος, μια μυστηριώδης λέξη, μια λέξη η οποία δείχνει ότι παλιά, πολύ παλιά υπήρχε ένας όμορφος τόπος όπου ο άνθρωπος ζούσε ευτυχισμένος. Και δεν ήταν μόνο ένας μύθος εβραϊκός, αλλά ήταν ένας μύθος που απλωνόταν σε όλο τον τότε γνωστό κόσμο, που ξεκινούσε από την Μεσόγειο και έφθανε μέχρι την Πρόσω Ασία. Και δεν ήταν ένας τόπος όπως πολλοί πιστεύουν σαν το «Κήπο της Εδέμ» αλλά ένας τρόπος ζωής, μια μορφή ζωής. Και δεν ήταν ένας τρόπος ζωής ο οποίος βασιζόταν στην αφθονία και τον πλούτο, αλλά ένας τρόπος ζωής που βασιζόταν στην λιτότητα, Ήταν ένας κόσμος άχρονος, ένας κόσμος ατάραχος, σταθερός, χωρίς ανάγκες και απαιτήσεις. Ένας κόσμος ήπιος και αξιοπρεπής, χωρίς ιδιαιτερότητες, χωρίς ιδιοτροπίες, χωρίς ατομικότητα, χωρίς εγωκεντρισμό, χωρίς ιδιοκτησία, χωρίς απληστία και κλοπή Οι αρετές αυτού του κόσμου δεν ήταν αρετές του ατόμου, της προσωπικότητας, διότι η προσωπικότητα δεν υπήρχε. Η εξάρτηση ήταν τόσο μεγάλη που κανένας δεν μπορούσε να συλλάβει την ιδέα του ατόμου
"Η Τρύπια" Βασικά η μητέρα μου την είχε πατήσει, διότι όταν ο πατέρας μου την πήρε δεν ήτανε παρθένα. Αυτή η καημένη δεν του το είπε από την πρώτη στιγμή, διότι ντρεπόταν και όταν έγινε η πράξη, εκείνος παραξενεύτηκε που δεν υπήρχε πόνος και αίμα και όταν τελείωσε, σαν γνήσιος επιβήτορας, σηκώθηκε πάνω από το στερημένο κορμί της, και άρχισε να την βρίζει διότι όπως της είχε πει, άλλο περίμενε και άλλο βρήκε. Αυτή η αντίδρασή του την είχε πληγώσει και αισθανόταν ένοχη , έτσι έμεινε αμίλητη και κουρνιασμένη στο ερωτικό κρεβάτι μετά την πράξη, χωρίς να έχει φθάσει καν στον οργασμό. Αυτό κοστολογήθηκε αρνητικά από τον πατέρα μου, που ήθελε όπως έλεγε μια"καθαρή" και όχι μια “τρύπια”. Και δεν το είχε πει μόνο τότε, αλλά δεν παρέλειπε να το λέει σε κάθε καυγά σαν φοβερό ψεγάδι, το οποίο της αφαιρούσε το δικαίωμα να μιλάει και να υπερασπίζεται τον εαυτό της. Της το πέταγε κατάμουτρα ασχέτως, αν εκείνος από την άλλη μεριά, καυχιόνταν για τις ερωτικές του επιτυχίες. Όταν ήμο
Θεογκόμενα Β. Αμερική Μάζες εξαθλιωμένων που οργώνουν τους παλιόδρομους του πλανήτη. Με γυμνή φτέρνα περνάνε μπροστά από το άγαλμα της ελευθερίας. Χαμένοι, υγροποιημένοι μέσα στο κορμί του Φρίσκο, μαρσάροντας κάτω από τα μπούτια της γκόμενας Β. Αμερικής πυροδοτώντας το μηχανισμό της σχιζοφρενικής της μήτρας. Μάζες εξαθλιωμένων με το χνώτο της πείνας ξεχασμένο για πάντα στο λαρύγγι, αφήνοντας την μυρουδιά του πάνω στο μελαψό δέρμα της αγοραπωλησίας τους. Κατασκηνώνουν, κατασκηνώνουν κάτω από την τροχαία των δορυφόρων. Κάτω από το βλέμμα του πολιτισμού μέσα σε ντενεκεδένιους τοίχους της Τεξάκο και της Β.P περιμένοντας την εξωτερική βοήθεια. Μάζες εξαθλιωμένων πάνω στα πατώματα της βιομηχανίας μέσα σε οικουμενικά ωράρια εργασίας κουβαλώντας την παραγωγή κάτω από τα μπούτια της θεογκόμενας Β. Αμερικής Εξαθλιωμένοι καβάλα στην αμαξάρα του μέλλοντος. Πτώματα της ευημερίας που περνούν τον πρωινό τους μπροστά στον ελεγκτή υγείας. Που κρύβονται πίσω από το άγαλμα της ελευθερίας, με ρεβόλβερ σημ
Ανάλαφρη σαν πούπουλο Το δωμάτιο είχε ένα παράθυρο που έβλεπες το λιμανάκι. Από αυτό το παράθυρο, το πέλαγος άνοιγε την απεραντοσύνη του μπροστά στα μάτια μου και εκείνα χάνονταν μέσα σε αυτό. Οι ακτίνες του ήλιου αντανακλούσαν πάνω στην επιφάνεια της θάλασσας και ορμούσαν στο χώρο βαφοντάς τον με ανταύγειες θαλασσιές Μπορούσα να καθίσω ώρες μπροστά σε αυτό το παράθυρο μαγεμένη από την απεραντοσύνη του νερού. Να παρακολουθώ όλα τα χρώματα με τα οποία βάφει το νερό το λιόγερμα. Μαγεμένη όμως κάθισα στο κρεβάτι και άπλωσα τα χέρια μου προς το μέρος του. Εκείνος στάθηκε απέναντι και με κοίταξε πίσω από τα γυαλιά ηλίου. Το θυμάμαι σαν να είναι σήμερα και θα την θυμάμαι για πάντα. Ήμουν τόσο χαλαρή, τόσο εύπλαστη, ευτυχισμένη που συγχρόνως αισθανόμουν ανάλαφρη σαν πούπουλο που θα το πάρει ο καλοκαιρινός αέρας μακριά πάνω από το πέλαγος Και έκλεισα τα μάτια και έγινα πιο ελαφριά μέσα στα χέρια του. Πάντα αυτό γινόμουν μέσα σε αυτά, ένα πούπουλο που τριβόταν πάνω στο δέρμα του.
Knockin' on Heavens' Door Μαμά, πάρε αυτό το διακριτικό από εμένα δεν μπορώ να το χρησιμοποιήσω άλλο σκοτεινίαζει, πολύ σκοτάδι για να δεις αισθάνομαι πως χτυπάω στην πόρτα του ουρανού. Χτυπώ χτυπώ χτυπώντας την πόρτα του ουρανού Μαμά, βάλε τα όπλα μου στο έδαφος δεν μπορώ να πυροβολώ άλλο αυτό το κρύο μαύρο σύννεφο έρχεται κάτω αισθάνομαι πως χτυπάω στην πόρτα του ουρανού. Χτυπώ χτυπώ χτυπώντας την πόρτα του ουρανού Bob Dylan (1941-...)---------------------------------------------- 23/6/ 1941: Γεννιέται ο Μπομπ Ντίλαν, καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ρόμπερτ Άλεν Ζίμερμαν, φιλειρηνιστής, συνθέτης και στιχουργός που άλλαξε την ιστορία της αμερικανικής φολκ μουσικής πηγή: "Ενα ποιήμα την ημέρα"
Η βροχή του Μαίου Η βροχή του Μαίου ξεπλένει τους δρόμους, έξω από το σπίτι που μένει ο Μπάμπης. Ο Μπάμπης με το κορμί αφημένο στην πολυθρόνα του, να κοιτάει το νερό που κυλούσε στα τσάμια, που γάζωνε τα φύλλα των δένδρων και λυγούσε τα κλαριά τους κάτω από τα φώτα της βεράντας. Πόσα χρόνια θα ζούσε ακόμα για να ακούει μπουμπουνητά για να βλέπει τα δένδρα να λυγίζουν από την μαγιάτικη βροχή; Πέντε χρόνια, εφτά, και πως θα είναι αυτά τα χρόνια με τις οργανικές λειτουργίες να μειώνονται συνεχώς. Η βροχή του Μαΐου ξεπλένει τους δρόμους, τα παπούτσια του γίνανε μούσκεμα, παντού ποτάμια νερού, καταρράκτες πάνω από το κεφάλι του, κάθεται κάτω από μια μαρκίζα και περιμένει, να κοπάσει η καταιγίδα. Kάτι πετάριζε μέσα του και ξαναβγήκε το χαμόγελό της μπροστά του, μετά το πρόσωπό της γεμάτο από σταγόνες βροχής, τα χείλια της. Κτύπησε το κινητό ήταν αυτή. “Έφτασᨔ του είπε “ Εγώ είμαι ακινητοποιημένος, από παντού τρέχουν νερά” της φώναξε χαρούμενος. Μπουμπουνητά δεν την ακούει, η σύνδεση χάνετα
Το οπτικό και το υπεροπτικό της σύγχρονης τέχνης ΑΝΤΩΝΗΣ ΚΩΤΙΔΗΣ Σ την ιστορική εξέλιξη του ύφους τη Μοντέρνα τέχνη (περίπου 1860-1960) έχει διαδεχθεί εδώ και δεκαετίες η Σύγχρονη τέχνη με τις διάφορες τάσεις της. Ο όρος, αν και εκκρεμής, αναφέρεται σε συγκεκριμένο ρεύμα, το κυρίαρχο, που με τα ειδικά χαρακτηριστικά του καθιστά τη σημερινή τέχνη ξεχωριστή ταξινομική κατηγορία. Ωστε ο χρονολογικός παράγοντας δεν είναι αρκετός για να χαρακτηριστεί ένα έργο «της Σύγχρονης τέχνης». Αν ένας καλλιτέχνης ζωγραφίζει σήμερα όπως ο Βαν Γκοχ ή ο Σεζάν ή ο Πικάσο ή ο Ματίς κ.ο.κ., βρίσκεται στο περιθώριο της έρευνας και η αγοραστική αξία των έργων του είναι ασυγκρίτως υποδεέστερη. Αν, αντίθετα, ανήκει σε κάποια τάση της Σύγχρονης τέχνης, τότε μετέχει του μεταμοντέρνου, που ως καλλιτεχνική έκφραση καθιερώθηκε αυτόματα, χωρίς να περάσει από τις φάσεις που πέρασαν όλα τα μεγάλα στυλ στην παράδοση του Διαφωτισμού (μεταξύ 18ου και 20ού αι.). Χωρίς, δηλαδή, να περάσει, με σκληρό αγώνα καλλιτεχνών και θ
Η βία και το ιερό στη μεταπολεμική τέχνη 25/04/2010 ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΥ* LAURENCE BERTRAD DORLEAC, Η άγρια τάξη. Βία, ανάλωση και ιερό στην τέχνη των δεκαετιών 1950 και 1960, μτφρ. Έλενα Αναστασάκη, εκδόσεις Νεφέλη, σελ. 378 Το μολυσμένο αίμα, το φαγωμένο κορμί, η καμένη σάρκα, το πνιγμένο γέλιο, το ακέφαλο σώμα, η σπασμένη στο ξύλο φροντίδα. Δεν υπάρχουν και πολλά για να ωραιοποιήσει κανείς. Άθροισμα απωλειών. Ο λογαριασμός βία. Günter Grass, Ο Μπουτ το ψάρι Οι βγαλμένες από έργο του Goya φράσεις του Grass αποδίδουν εύστοχα και άμεσα εκείνο το υπόλοιπο, το «καταραμένο απόθεμα», μιας δυσάρεστα βιωμένης πραγματικότητας, όπως αυτής που προέκυψε από τις φρικαλεότητες των δύο Παγκοσμίων Πολέμων του 20ού αιώνα. Ωστόσο, καταγράφοντας αποσπασματικά, αλλά εξόχως «αισθητικά» ένα τραυματικό προηγούμενο, εκφράζουν μιαν άρνηση αναστοχασμού και έλλογης επανεξέτασης τραγικών γεγονότων· αλλά και μια κατάφαση στο να αναζητήσουν αλλού, πέρα από τη διερεύνηση των αντικειμενικών συνθηκών που οδήγησαν
Η ανθρωπότητα όλη είναι φτιαγμένη από ξεχωριστές περιπτώσεις, η ζωή γεννά τις διαφορές, ακόμη και όταν γίνεται “ρεπροντιξιόν” το αντίγραφο δεν είναι ποτέ σωστό. Κάθε άνθρωπος, χωρίς καμία εξαίρεση, διαθέτει μια σύνθετη ταυτότητα, αρκεί να θέσει στον εαυτό του κάποιες ερωτήσεις για να βγάλει στο φως τις ξεχασμένες του ρωγμές, διακλαδώσεις που δεν τις έχει υποψιαστεί και ανακαλύψει πως ο εαυτός του είναι σύνθετος, μοναδικός αναντικατάστατος . Αμίν Μααλούφ : Οι φονικές ταυτότητες πίνακας: Jackson Pollock
Πρώτη του Μάη Βγες έξ ω, σύντροφε! Ρίσκαρε Τη δεκάρα, που ούτε δεκάρα πια δεν είναι Τον τόπο για ύπνο που πάνω του πέφτει η βροχή Και της δουλιάς τη θέση που αύριο θα χάσεις! Μπρος, στο δρόμο έξω! Αγωνίσου! Να περιμένεις πια δε γίνεται, είναι αργά πολύ! Βοήθα τον εαυτό σου βοηθώντας μας: Κάνε πράξη την αλληλεγγύη! Βγες έξω, σύντροφε, αντιμέτωπος με τα όπλα και Διεκδίκησε το μεροκάματό σου! Σαν ξέρεις πως δεν έχεις τίποτα να χάσεις Όπλα αρκετά οι αστυνόμοι τους δεν έχουν! Μπρος, στο δρόμο έξω! Αγωνίσου! Να περιμένεις πια δε γίνεται, είναι αργά πολύ! Βοήθα τον εαυτό σου βοηθώντας μας: Κάνε πράξη Την αλληλεγγύη! Bertolt Brecht , "Το τραγούδι της απεργίας" (1929-1930) μετάφραση Νάντια Βαλαβάνη
Ο οικουμενικός σκουπιδότοπος Κοσμικές εξατμίσεις αζώτου, φωσφόρου. Μπουκάλες οξυγόνου, πλαστικές σακούλες, εισπνοές και βηξίματα που οδηγούν σε εγκεφαλικό σύνδρομο. Εσωτερικές εκρήξεις κομμάτια συναισθημάτων φόβου, που ξαπλώνουν πάνω στο βρεγμένο πεζοδρόμιο Τρύπες από πετούμενα μαζεύουν την υγρασία του δρόμου. Ο ρυθμός ξεχειλώνει τις κινήσεις μέσα στην στολή τους. Και να το θύμα! Απρόσωπο στα σκαλοπάτια του οικουμενικού σκουπιδότοπου, χωμένο στο κολάρο του 21 αιώνα, ανεβαίνει στην οθόνη της επικαιρότητας Και να το θύμα! Κουρασμένο, σηκώνει την ομίχλη στον κερατοειδή χιτώνα. Δίπλα του, το ικριώματα, τα παραπήγματα ζωής. Παραπήγματα μέσα στις λάσπες της οικονομίας, ρουφηγμένα από τις διεθνείς κάμερες πληροφορίας, Παραπήγματα αιχμάλωτα μέσα στο γυαλί. Χαμογελαστοί παρουσιαστές του οικουμενικού σκουπιδότοπου στις θέσεις σας!. Οι πληροφορίες μασάνε το δέρμα του αυτιού. Το θύμα κοιτά γύρω του σαστισμένο. Η τελευταία κονσέρβα άφησε το κουτί της, να το πάρει ο άνεμος και η σκόνη. Οικονομικά μυ
Εικόνα από παράθυρο νοσοκομείου Μια στενόμακρη λακκούβα παρεμβάλλεται στην τραχιά άσφαλτο σαν μια φανταστική πατημασιά ξέχειλη από υδράργυρο, μια τρύπα σαν πέταλο από όπου μπορείς να δεις τον ουρανό του κάτω κόσμου. ολόγυρα, καθώς την παρατηρώ μαύρα πλοκάμια υγρασίας απλώνονται και μερικά γκριζοκίτρινα ξεθωριασμένα φύλλα έχουν κολλήσει. Έχουν πνιγεί, θα έλεγα, πολύ πριν η λακκούβα συρρικνωθεί στο τωρινό της σχήμα. Την καλύπτει σκιά κι όμως περικλείει ένα μικρό δείγμα του περίλαμπρου τοπίου με τα δένδρα και τα δύο σπίτια. Πρόσεξε καλύτερα. Ναι αντανακλά ένα κομμάτι του χλομού γαλάζιου ουρανού- γλυκιά παπαδίστικη απόχρωση του γαλάζιου- γεύση από γάλα στα χείλη μου: είχα μια κούπα με αυτό το χρώμα πριν από τριάντα πέντε χρόνια. Αντανακλά και ένα μικρό κουβάρι γυμνά κλαδιά, το καστανό κοίλωμα ενός εύρωστου κλώνου κομμένου σύριζα και μια αστραφτερή κιτρινωπή λουρίδα Σου ξέφυγε σε εσένα ανήκει, κίτρινο σπίτι που λιώνεις κάτω από το φως του ήλιου. Καθώς το αγέρι του Νοέμβρη αρχίζει εκείνα τα
Το τυλιγμένο σκοτάδι Στο μαγικό κέλυφος, τυλιγμένο το σκοτάδι αφήνει τις ανταύγειες του, να διασπασθούν κάτω από το δέρμα του στήθους, σε μικρά κομματάκια καθρέφτη με τα απομεινάρια ενός θεϊκού χαμόγελου στην άκρη του πεζοδρόμου του ουρανού. Ένας διαβάτης κυνηγάει την σκιά του στους τέσσερις γωνίες του ορίζοντα. Η σκιά , με γερασμένη κίνηση προσπαθεί να σταθεί πάνω τον δρόμο, να αρπαχτεί από αυτό που ήξερε, από αυτό που θυμόταν από τον εαυτό της. Τα φώτα του δρόμου με θολά νερά την ποτίζουν κάνοντας τις κινήσεις της αβέβαιες, κάνοντας τα μεθυσμένα κομμάτια του σκοταδιού της να απλώνονται πάνω στο πλακόστρωτο και να χάνονται κυνηγημένα, και μετά να ξαναμαζεύονται στην επόμενη θολή νησίδα, για να ποτίσουν ξανά την ύπαρξή τους με φώς. Το τυλιγμένο σκοτάδι παραμονεύει τριγύρω.
ΜΗΔΕΙΑ ΜΗΔΕΙΑ – ακούω την οργή μου! Τι γλύκα! Ξαναβρίσκω τον εαυτό μου. Ονειρεύομαι μήπως; Είμαι εγώ, Είμαι η Μήδεια. Δεν είμαι πια εκείνη η γυναίκα, δεμένη στην οσμή του άνδρα, εκείνη η σκύλα που περίμενε ξαπλωμένη. Ντροπή! Ντροπή! Τα μάγουλά μου καίνε. Παραμάνα. Τον περίμενα όλη μέρα με τα πόδια ορθάνοιχτα, να λιώνω...Ταπεινωμένη, δέσμια της μοίρας μου, να δίνω και να πέρνω συνεχώς, με όλο το κορμί μου να καίγεται, να του ανήκει... Έπρεπε να υπακούω, να του χαμογελώ, να στολίζομαι για να του αρέσω. Έπρεπε να του δώσω εκείνο το Χρυσόμαλλο Δέρας που τόσο ήθελε, κι' όλα τα μυστικά του πατέρα μου. Να σκοτώσω τον αδελφό μου για χάρη του. Να τον ακολουθήσω στο έγκλημα, στην φτώχεια για χάρη του, μαζί του. Τα ξέρεις όλα αυτά καλή γυναίκα, Έχεις αγαπήσει. ΠΑΡΑΜΑΝΑ - Ναι καλή μου. ΜΗΔΕΙΑ – (Φωνάζοντας) Μίζερη!...Μίζερη! Ήλιε, ήλιε, αν είναι αλήθεια ότι κατάγομαι από εσένα, γιατί με κατάντησες έτσι, μίζερη; Γιατί να γεννηθώ γυναίκα; Γιατί τα στήθη αυτά; Γιατί τόση αδυναμία; Γιατί αυτή η α
Ο μικρούλης μπαίνει στην τουαλέτα. Τώρα έχει μάθει να σκουπίζεται μόνος του, αλλά τις περισσότερες φορές θέλει να τον σκουπίζουν άλλοι. Ο Έλβις κλαίει από το ραδιόφωνο για εποχές που πέρασαν μέσα στο ψέμα. Τα βήματα του κατευθύνονται προς την τουαλέτα. Η πολυκοσμία του μυαλού και η μοναξιά της ψυχής χέρι, χέρι μέσα στο κλαψιάρικο τοπίο του χειμώνα που πλησιάζει. «Μπαμπά τελείωσα δεν ακούς, έλα να με σκουπίσεις» Άνθρωποι που κατασκευάζουν το μέλλον απλώνονται στην μέση του σαλονιού, περιτριγυρισμένοι από γυαλί χωρίς να βλέπουν αυτούς που τους βλέπουν, μπουσουλάνε μέσα στο σκοτάδι του μυαλού μας προσπαθώντας να το φωτίσουν, χέζοντας ιστορίες πατριωτική τρέλας και αθανασίας. Περνάει από μπροστά τους καθώς πηγαίνει προς την τουαλέτα για να σκουπίσει το μικρούλη, καθώς ιστορίες, ιστορίες βουβές που κρύβονται κάτω από το δέρμα του πλήθους, δεν δίνουν σημασία στους κατασκευαστές του μέλλοντος, προσπαθούν να περισώσουν ότι είναι δυνατό από το δικό τους μέλλον. Ο μικρός βγαίνει από την τουαλέτ
Απογευματινός περίπατος Λέξεις και πάλι λέξεις που μάταια προσπαθούν να ράψουν τα τοπία που υπάρχουν μέσα μου. Τα ακρογιάλια του ονείρου κατοικούν στο κέντρο των αλλοτινών πόλεων. Οι πλατείες πεταμένες στην ναύλον σακούλα, μεταφέρονται καθώς το σκοτάδι πέφτει απαλά γύρω από το ονειροπαρμένο κορμί της ευτυχίας μου που το έχω αγκαλιάσει, που έχω κρεμαστεί από πάνω του και δεν μπορώ να το αποχωριστώ μέσα στο άξενο των πόλεων, μέσα στο γνώριμο της ψυχής μου. Η σιωπή χαμογελά στη μνήμη των πεζοδρομίων. Όντα βλέπω να ξεπροβάλλουν από μέσα μου, όντα γυμνά με κρυστάλλινα μέλη. Με κινήσεις που είναι δικές μου, χάνονται μέσα στην κυκλοφορία. Ξεχύνονται στους παλιούς δρόμους της νιώτης χωρίς κατεύθυνση, χωρίς σκοπό. Μάταια τρέχω να τα μαζέψω. Ανοίγουν παράθυρα στον λυγδιασμένα ορίζοντα του χθες και βουτάνε μέσα τους. Ακουμπάω στο πρεβάζι τους και βλέπω το παρελθόν να απλώνει την χαρά του. Το μυαλό φρενάρει ψάχνοντας την ενότητα του τοπίου, ψάχνοντας τις ραφές των πραγμάτων πάνω στις οποίες θα
Η Γαλάζια απεραντοσύνη Ήμουν μια σπίθα ζωής στην απεραντοσύνη του κόσμου. Η απεραντοσύνη του και το είναι μου γινόταν ένα. Γίνομαι ένα κομμάτι αυτής της απεραντοσύνης Αρχέγονα πρότυπα σήκωναν τα λάβαρα τους μέσα μου. Πείρα βαθιές ανάσες για να αντέξω αυτή την ένωση με την φύση. Για να υποφέρω αυτή την φυσική κατάσταση που τόσο είχα στερηθεί τρέχοντας μέσα στο τσιμέντο, το γυαλί και την άσφαλτο. Ένιωθα πως τα κουβαλούσα ακόμα μέσα μου και προσπαθούσα να αποδράσω, να βουτηχτώ μέσα στο απέραντο γαλάζιο, στο γαλάζιο χωρίς σύνορα, προσπαθώντας να ξεφύγω από τα όρια του πολιτισμού, από τα όρια της ταυτότητας μου. Πίστευα πως πρέπει να απαλλαχτούμε από αυτά τα διανοητικά σχήματα, από αυτές τις έννοιες και τις σημασίες που μας κάρφωναν καθημερινά στο κρεβάτι του Προκρούστη και να λιώσουμε, να γίνουμε υγροί, ρευστοί και να κυλήσουμε μέσα από την χαραμάδα της πραγματικότητας, να κυλήσουμε σε μια άλλη διάσταση όπου η συνεκτική δύναμη του πολιτισμού δεν θα μπορεί να κρατάει ενωμένα και συμπαγή τα
Ανολοκλήρωτες προσπάθειες Αυτές οι ανολοκλήρωτες προσπάθειες,που βγήκαν από την γωνιά, λες στον εαυτό σου, “κρύψε τες , κρύψε τες τώρα”, πριν φθάσουν οι ατελείωτοι παρεξηγημένοι συνειρμοί, του γιατί, του διότι, του πού, του ποτέ και του αύριο που το σήμερα δεν βλέπουν. Αυτές οι ανολοκλήρωτες προσπάθειες να σταθείς πάνω στην σκηνή του πεζοδρομίου με επιχειρήματα που αντιστέκονται στην κυκλοφορία, που αντιστέκονται στην άχρονη πραγματικότητα, που γκρινιάζουν στην απέναντι τζαμαρία, είναι τα δικά σου καλλιτεχνήματα, σχήματα ζωής, αραβουργήματα που κεντάν τον απόηχο των κουρασμένων κραυγών, γερασμένων προσώπων που κόβουν το οξυγόνο σε παγάκια μέσα στο χειμώνα και τα πετάνε στα σωθικά σου χωρίς να καταλαβαίνεις τίποτα.. Αυτές τις ανολοκλήρωτες προσπάθειες, κρεμάς στα μάτια των άλλων και χειρονομείς προσπαθώντας να τις σπρώξεις πιο βαθιά μέσα στο βλέμμα τους, σαν να θέλεις να γίνει συνείδηση τους η συνείδησή σου, σαν να θέλεις να σε κρατήσουν για πάντα πάντα μέσα τους για να βρεις ζεστασιά κ
Χέρια με διάφανο δέρμα Από τότε που μπήκες παρακόρη, μέχρι τότε που η αναπηρία έσπειρε νάρκες γύρω σου, η λάντζα και το σφουγγάρισμα αποτέλεσαν, σε τελική ανάλυση, την επαγγελματική σου δραστηριότητα για 'όλα αυτά τα χρόνια. Σε υγρές ατμόσφαιρες έπλεες σαν καρυδότσουφλο χωρίς κανένα εφόδιο και μόνο τα χέρια σου είχες για κουπιά. Μέσα σε κουζίνες, σε μπανιέρες σπιτιών πολυτέλειας, με την βρωμιά κρυμμένη σε μέρη που δεν τα φτάνει το μάτι του επισκέπτη., τα χέρια σου σύρθηκαν για να την βρουν και να την εξαφανίσουν, σύρθηκαν με το σφουγγαρόπανο γυμνά, παραδομένα διάφανα στον πόλεμο της επιβίωσης. Μετά ήρθαν οι κουζίνες - υποβρύχια θαμμένες στα υπόγεια ξενοδοχείων. Μέσα σε αυτά, ο καθένας ήταν στο πόστο του και εσύ στο δικό σου μπροστά από την λάντζα με τις τεράστιες μεταλλικές γούρνες και το καυτό νερό να τρέχει ασταμάτητα καθώς τα πιάτα έρχονταν ομάδες, ομάδες, από τα χέρια των γκαρσονιών. Μετά έπεφταν κατσαρόλες, κατσαρόλια, τηγάνια, κουτάλες, και μετά πάλι πιάτα, ποτήρια. Και πάλι
Στο καθρέφτη του χρόνου Μέσα στο καθρέφτη του χρόνου. είδα την σκάλα που εκείνος κατέβαινε μέσα της. Είδα το κουλουριασμένο κορμί διάτρητο από την φροντίδα της διαχρονικής αδιαφορίας. Είδα τα σάλια του σώματος που κυλούσαν στην τρυφερή σάρκα του θανάτου και λέρωναν τα σεντόνια. Σταμάτησα από πάνω τους τρομαγμένος, το υγρό σκοτάδι τους έλαμπε μπροστά μου Ήθελα να φύγω. Ουρλιαχτά αυτοκινήτων μαζεύτηκαν στο στόμιο του νοσοκομείου και χάιδευαν τα βογγητά του. Έκλεισα τα αυτιά μου. Να φύγω, να φύγω. Η φωνή του, η φωνή του πατέρα κατέβαινε τους ορόφους. Είχε δαγκώσει τον ώμο μου. Με πονούσε Με πάγωνε. Ήθελε να με σταματήσει. Φωνή από έναν άλλο κόσμο που δεν έβγαινε από κατεστραμμένο στόμα, αλλά από κατεστραμμένο σώμα. Φωνή από μια άλλη τρύπα. Και μένα και εκείνον μας είχε προλάβει ο χρόνος. Στην έξοδο, το ουρλιαχτό της σάρκας του γαντζώνεται πιο σφιχτά από τον ώμο. Το ξεφορτώνομαι με μια βίαιη κίνηση. Το αφήνω να χτυπιέται στους γυμνούς τοίχους του νοσοκομείου. Ανεβαίνω στην επιφάνεια του κό
Το “όχι” Πόσο σημαντικό είναι να μπορούμε να πούμε όχι σε πράγματα, καταστάσεις και πρόσωπα τα οποία ξεπερνούν τα όριά μας , δεν σέβονται τον εαυτό μας και μπορούν και αποφασίζουν στην θέση μας, ακόμα δεν μπορούμε να καταλάβουμε. Βέβαια το όχι ήταν κάτι το οποίο διδαχτήκαμε να μην κάνουμε χρήση. Ήταν πάντα ασυμβίβαστο με αυτά που μάθαμε για να μπορούμε να είμαστε αρεστοί στο περιβάλλον μας από μικρά παιδιά. Μάθαμε δηλαδή να αποδεχόμαστε τον άλλον ακόμα και αν δεν συμφωνούσαμε με την γνώμη του και κτίσαμε όλο τον ψυχικό μας κόσμο πάνω στην ενοχή που πηγάζει από την ανέκφραστη αντίρρησή μας. Από το όχι που ποτέ δεν βγήκε στην επιφάνεια και ποτέ δεν αποτέλεσε ένα στοιχείο της προσωπικότητας μας παρά έμεινε κρυφό μέσα μας να τρώει τα σωθικά μας, με τον ανεκπλήρωτο χαρακτήρα του. Μάθαμε να προτιμάμε να λέμε όχι στις δικές επιθυμίες, παρά στις επιθυμίες των άλλων και αυτό ήταν το σήμα κατατεθέν της κοινωνικής μας επιτυχία και αποδοχής. Αυτό ξεκίνησε από την παιδική μας ηλικία, πέρασε στην ε
Θεσσαλονίκη Ξαφνικά του έρχεται στο μυαλό, κάποιο απόγευμα που είχε περάσει στην προκυμαία της Θεσσαλονίκης πριν πολλά χρόνια. Θυμάται πως στο βάθος, το ηλιοβασίλεμα ετοίμαζε τα σύνεργα του και αυτός, πλανόδιος αλήτης των συναισθημάτων, ένας διαβάτης που ακουμπούσε την υγεία της νιότης του στα παγκάκια του πάρκου που, ενώ ήταν έτοιμος να απολαύσει ένα φανταστικό ηλιοβασίλεμα, έγινε θεατής μιας αυθόρμητης παρέλασης της ζωής στην διαχρονική της εξέλιξη. Θεατής ενός πλήθους περιπατητών που ξεχύθηκε ξαφνικά μπροστά του. Θεατής της απογευματινής βόλτας των κατοίκων της πόλης. Θεατής ενός χρωματιστού, χωρισμένου σε ηλικίες πλήθους, που άπλωνε το βηματισμό του χαρούμενο και ανέμελο μπροστά στον ήλιο, που ακολουθούσε τα φλεγόμενα μονοπάτια του ουρανού στα οποία ο ίδιος είχε βάλει φωτιά. Ο βηματισμός του ελεύθερου χρόνου. Καθόταν ανέμελα και ένιωσε ξαφνικά πως βρισκόταν σε ένα θέατρο το οποίο είχε στηθεί έτσι, αυθόρμητα στο μυαλό του, χωρίς να τον προειδοποιήσει. Ακουμπισμένος αιστάνθηκε το παγ
Μαρακές Η σκόνη της ερήμου κάθεται στο στήθος, καλύπτει το πρόσωπο, θολώνει το βλέμμα. Μάταια τα λερωμένα τσάμια λεωφορείου προσπαθούν να την κρατήσουν μακριά. Τίποτα δεν καταφέρνουν. Το τοπίο υγρό, κυλάει σαν ποτάμι σε όλη την διαδρομή. Απέραντες εκτάσεις παφλάζουν αφήνοντας μια μυρουδιά από καμένη σάρκα να καλύπτει τα πάντα. Κορμιά τυλιγμένα με χρωματιστά υφάσματα, λικνίζονται μέσα στα κύματα της ερήμου, χορεύουν μπροστά στην απεραντοσύνη του ήλιου, προσπαθώντας να αποφύγουν την απονιά του. Ο ήλιος μπορεί να χαράξει μόνο τα πρόσωπα με το αραβικό μαχαίρι του. Μπρούτζινα πρόσωπα με σταχτί μάτια, αφημένα επάνω σε σκισμένα καθίσματα βαγονιών, σαν εκμαγεία που ταξιδεύουν στους αιώνες, με το ίδιο σχιστό βλέμμα των Φαραώ . Τεράστια γυναικεία μάτια από χώμα που με παρακολουθούν πίσω από παραπετάσματα προσώπου. Στέλνουν μυστικά σινιάλα σε όλες τις κατευθύνσεις. Ταξιδεύουν αμίλητα μέσα στην ζωή τους, δίπλα από ξεπεσμένους εμίρηδες που κάποιος τους καθαρίζει φραγκόσυκα και τους ταΐζει γονατιστό
Valparaiso Ατελείωτα βήματα στις χρωματιστές, ξύλινες συνοικίες του Valparaiso, φέραν την νύχτα μπροστά σε αρχαιοελληνικές προσόψεις κτηρίων, που τρελοί αποικιοκράτες οικοδόμησαν ξέροντας πως η αιωνιότητα θα είναι πάντα εκεί. Μια φτωχική πόλη σκαρφαλωμένη πάνω στις κοιλάδες ενό χαμένου παραδείσου, κρεμασμένη μέσα στο χρόνο. Χρωματιστές σανίδες προσπαθούν να βρούν μια θέση δίπλα σε τρελούς στενούς δρόμους. Κατηφόρες και ανηφόρες μπερδεμένες, εξυπηρετούν τις διαχρονικές ανάγκες μετακίνησης. Μικρά χρωματιστά λεωφορεία σαν παιχνιδάκια, στα χέρια ενός παιδιού, κινούνται με χαρούμενη ταχύτητα, κόβοντας την ανάσα του επισκέπτη, κατεβάζοντας τον φόβο του στο εμπορικό λιμάνι. Το βράδυ βραχνές τραγουδίστριες προσπαθούν να ανοίξουν το ντουλάπι των αναμνήσεων μια πόλης που χάνονται τα χνάρια της σε αιώνες σκληρότητας και άπονης χαράς. Οι μεθυσμένοι ποιητές ακουμπούν στο τραπέζι του, του κάνουν συντροφιά. Την άλλη μέρα τα βήματα του τον φέρνουν στην αγορά. Ένα γδαρμένο κεφάλι αλόγου τον χαιρετάει σ